- ἀστραπῶν
- ἀστραπήfiash of lightningfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мълнии — МЪЛНИ|И (65), Ѣ ( ˫А) с. Молния: бѣ же зракъ его ˫ако мълнии. и одѣниѥ ѥго бѣло ˫ако снѣгъ (ἡ ἀστραπή) КЕ XII, 221б; ˫ако ѹбогаго ради десницю ти простираѥть хс҃ъ б҃ъ. одъжда˫аи подъ нб҃сы. малы ти капл˫а просить. грьмѧи мълни˫ами помиловати ти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
αστραποβόλημα — το [αστραποβολώ] 1. η εκπομπή αστραπών 2. η μεγάλη στιλπνότητα, η ακτινοβολία … Dictionary of Greek